αποτεφρωτικός

αποτεφρωτικός
-ή, -ό
αυτός που χρησιμεύει για την αποτέφρωση: Στα περισσότερα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζιστών υπήρχαν αποτεφρωτικοί φούρνοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποτεφρωτικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αποτέφρωση 2. φρ. «αποτεφρωτικός κλίβανος» κρεματόριο …   Dictionary of Greek

  • κρεματόριο — το αποτεφρωτήρας νεκρών, αποτεφρωτικός κλίβανος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”