- αποτεφρωτικός
- -ή, -όαυτός που χρησιμεύει για την αποτέφρωση: Στα περισσότερα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζιστών υπήρχαν αποτεφρωτικοί φούρνοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.